top of page

Το άρθρο πραγματεύεται την αξιολόγηση του CHESS project, ενός ψηφιακού προγράμματος, του οποίου σκοπός είναι να προσφέρει διαδραστικές, αφηγηματικές μουσειακές εμπειρίες σε επισκέπτες του Μουσείου Ακρόπολης. Παρατηρείται από τις αρθρογράφους, μια τάση των σύγχρονων μουσείων να στρέφονται στην δημιουργία ολιστικού τύπου εμπειριών για το κοινό τους, αξιοποιώντας συχνά την αφηγηματική μέθοδο. Τα ψηφιακά μέσα έχουν πολλά να προσφέρουν στον τομέα αυτό, κυρίως μέσω της διευρυμένης χρήσης φορητών συσκευών, η οποία εξετάζεται και στην παρούσα μελέτη. Τα βήματα σχεδιασμού και το περιεχόμενο του CHESS project παρουσιάζονται συνοπτικά, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του άρθρου αφιερώνεται στη διαδικασία της αξιολόγησής του, καθώς και στα ευρήματα αυτής. Σημαντικότερο χαρακτηριστικό του CHESS project είναι ο εξατομικευμένος χαρακτήρας του, δηλαδή ότι αντιστοιχίζει κάθε επισκέπτη στην καταλληλότερη για εκείνον εμπειρία, βάσει συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του.
Θεωρώ πολύ σωστή την στροφή των μουσείων στις αφηγήσεις ιστοριών, οι οποίες συμβάλουν στην προσωπική, συναισθηματική εμπλοκή των συμμετεχόντων. Το χιούμορ, η αμεσότητα, η ενσωμάτωση σύγχρονων στοιχείων από την καθημερινή ζωή είναι μερικά από τα στοιχεία που κάνουν τους επισκέπτες να κατανοούν ουσιαστικά το έκθεμα, να το ερμηνεύουν με νέα οπτική, να το συσχετίζουν με το περιβάλλον του και με άλλα εκθέματα. Ωστόσο, όπως φάνηκε από τα ευρήματα της αξιολόγησης, η πυκνή και πληροφοριακή αφήγηση θεωρείται κουραστική. Επιπλέον, η κούραση μπορεί να προέρχεται και από την μεγάλη διάρκεια μιας ιστορίας, καθώς η προσοχή φθίνει με την πάροδο του χρόνου. Αυτά τα ζητήματα μπορούν να λυθούν, εν μέρη, μέσω της εξατομίκευσης, κατά την οποία λαμβάνονται υπόψη οι διαφορετικές ανάγκες και προτιμήσεις κάθε επισκέπτη. Τι είδους πληροφορίες τον ενδιαφέρουν; Πόση ώρα είναι πρόθυμος να συμμετέχει; Προτιμά να μένει στατικός ή να κινείται; Αυτά τα ερωτήματα απαντώνται πριν ή και κατά τη διάρκεια της ψηφιακής ξενάγησης, ώστε να βελτιώνεται συνεχώς η εμπειρία του χρήστη.
Στη συνέχεια, θα ήθελα να αναφερθώ στο πρόβλημα της ισορροπίας μεταξύ ψηφιακού και φυσικού χώρου. Το πρόγραμμα φαίνεται να δυσκόλεψε κάποιους χρήστες, επειδή αναγκάστηκαν να κοιτούν πολλή ώρα στην οθόνη. Όπως σημειώνεται και στο άρθρο, κύριος στόχος τόσο των μουσείων, όσο και των επισκεπτών, παραμένει η παρατήρηση των εκθεμάτων. Ελλοχεύει, λοιπόν, ο κίνδυνος της απόσπασης προσοχής και της απομόνωσης του χρήστη, κατά τη διάρκεια της ψηφιακής εμπειρίας. Μπορεί να μοιάζει παράλογο, το ότι μια οθόνη μπορεί να επισκιάσει αριστουργηματικά έργα τέχνης, αλλά δυστυχώς, ισχύει. Όσο πιο πλούσια είναι η εμπειρία της οθόνης (εναλλαγή κειμένων και εικόνων, animation, ήχοι), τόσο πιο εύκολα παρασύρεται ο επισκέπτης και χάνει την επαφή του με τον φυσικό κόσμο. Η άποψή μου είναι, πως τέτοιου είδους εργαλεία πρέπει να λειτουργούν μόνο επικουρικά και να μην αποσπούν την προσοχή από τα εκθέματα. Δεν αντιτίθεμαι στη χρήση διαφορετικών πολυμέσων, ωστόσο, καλό είναι αυτή να γίνεται με φειδώ και μόνο όταν είναι απαραίτητη.
Τέλος, θα επισημάνω δύο σημεία που με προβλημάτισαν αναφορικά με τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε κατά την αξιολόγηση. Πέρα από τις συνεντεύξεις και τα ερωτηματολόγια, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν και τη μέθοδο της ενδελεχούς παρατήρησης και καταγραφής των επισκεπτών μέσω βιντεοκάμερας. Οι ίδιοι οι συμμετέχοντες δεν φάνηκαν να ενοχλούνται, αλλά προσωπικά, αν βρισκόμουν σε παρόμοια θέση, η συνεχής βιντεοσκόπηση θα μου προκαλούσε άγχος και ενδεχομένως να μην απολάμβανα την διαδικασία. Θεωρώ, πως ακόμη κι αν ήταν απαραίτητη η συγκεκριμένη μέθοδος καταγραφής, θα μπορούσε να γίνεται πιο διακριτικά. Επιπλέον, θα ήθελα να τονίσω τη σημασία της δοκιμής του CHESS project σε ρεαλιστικές συνθήκες. Γνωρίζω πως αυτό δεν κατέστη δυνατό, λόγω μεγάλης επισκεψιμότητας του μουσείου, ωστόσο, είναι απαραίτητο, προτού τεθεί σε εφαρμογή ένα τέτοιο πρόγραμμα, να έχει αξιολογηθεί σε όλες τις πιθανές συνθήκες.
bottom of page